Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το κλύσμα το κλυστήρι (

См. также в других словарях:

  • κλυστήρι — το (AM κλυστήριον) (νεοελλ. μσν.) 1. κλυστήρας* 2. κλύσμα* αρχ. κλυστηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ι(ον), πρβλ. ποτήρ ι(ον), ποτιστήρ ι(ον)] …   Dictionary of Greek

  • γλυστήρι — και κλυστήρι, το [κλυστήριον] 1. το κλύσμα 2. πλύση που γίνεται με κλύσμα …   Dictionary of Greek

  • ένεμα — το (Α ἔνεμα) 1. αυτό το οποίο ενίεται, εισάγεται με κλυστήρι 2. κλύσμα …   Dictionary of Greek

  • κλυστήρας — κλυστήρας, ο και κλυστήρι, το συσκευή που χρησιμεύει για εισαγωγή υγρού σε κοιλότητες του σώματος για θεραπευτικό σκοπό, κλύσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»